Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πωγωνοφόρος -α -ο [poγonofóros] Ε4 : 1. (λόγ.) γενειοφόρος. 2. (ζωολ., ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα, θαλάσσιοι, ασπόνδυλοι οργανισμοί που χαρακτηρίζονται από τις κεραίες τους στο μπροστινό άκρο του σώματος.
[λόγ. < αρχ. πωγωνοφόρος]