Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροκροτητής
1 εγγραφή
πυροκροτητής ο [pirokrotitís] Ο7 : γενική ονομασία των πυροδοτικών μηχανισμών.

[λόγ. πυρο- + κροτη- (κροτώ) -τής μτφρδ. γαλλ. détonateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες