Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πυρακτώνω
1 item total
πυρακτώνω [piraktóno] -ομαι Ρ1 : υποβάλλω ένα μέταλλο σε υψηλή θερμοκρασία, ώστε να κοκκινίσει και να λάμπει: Σημάδευαν το μέτωπο των δούλων με πυρακτωμένο σίδερο. || (επέκτ.) κάνω κτ. πολύ ζεστό: Πυρακτωμένη άμμος.

[λόγ. < ελνστ. πυρακτ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go