Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πτυχή
1 item total
πτυχή η [ptixí] Ο29 : 1α. η μορφή που παίρνει η επιφάνεια ενός σώματος, ιδίως υφάσματος ή χαρτιού, όταν τη διπλώνουμε έτσι ώστε ένα τμήμα της να καλύπτει ένα άλλο: Οι πτυχές του φουστανιού / της κουρτίνας. Φαρδύ ρούχο που στη μέση σφίγγεται με ζώνη και σχηματίζει πτυχές. β. για ό,τι μοιάζει με πτυχή. (γεωλ.) ~ του εδάφους. (ανατ.) ~ του βλεννογόνου / του δέρματος. 2. (μτφ.) το καθένα από τα στοιχεία που συγκροτούν συνολικά ένα γεγονός, φαινόμενο κτλ.: Εξετάζει προσεκτικά κάθε ~ της υπόθεσης / του προβλήματος. Δεν υπάρχει ~ της κοινωνικής και πολιτικής ζωής που να μην επηρεάζεται από την έλλειψη δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. πτυχή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go