Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσχωση
1 εγγραφή
πρόσχωση η [prósxosi] Ο33 (κυρ. πληθ.) : 1. (γεωλ.) συσσώρευση φερτών υλών στις εκβολές ποταμού, που έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση της ξηράς εις βάρος της θάλασσας: Tο δέλτα του Nείλου έχει σχηματιστεί με προσχώσεις. || οι φερτές ύλες (χαλίκια, άμμος, χώμα) που σχηματίζουν τις προσχώσεις. 2. η ξηρά που σχηματίζεται από τις προσχώσεις: Οικοδομή χτισμένη σε προσχώσεις.

[λόγ. < αρχ. πρόσχω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες