Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρόσφυση
1 item total
πρόσφυση η [prósfisi] Ο33 : α. (φυσ.) δύναμη που δρα στην επιφάνεια δύο υγρών ή στερεών σωμάτων και τα κρατάει ενωμένα. β. (μηχ.) η ικανότητα ενός οχήματος να κρατάει την επιθυμητή επαφή με το έδαφος και να μην εκτρέπεται.

[λόγ.: α: αρχ. πρόσφυ(σις) -ση· β: σημδ. γαλλ. adhérence]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go