Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτομάρτυρας
1 εγγραφή
πρωτομάρτυρας ο [protomártiras] Ο5 & πρωτομάρτυς ο [protomártis] Ο (λόγ.) : 1. (εκκλ.) αυτός που πρώτος μαρτύρησε για τη χριστιανική πίστη: Ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. 2. χαρακτηρισμός του πρώτου ή πολύ σημαντικού μάρτυρα που αγωνίστηκε και πέθανε για ορισμένο ιδανικό: Ρήγας Φεραίος, ο ~ της ελληνικής ανεξαρτησίας.

[λόγ. < ελνστ. πρωτομάρτυς & αιτ. -υρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες