Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσηλυτίζω
1 εγγραφή
προσηλυτίζω [prosilitízo] -ομαι Ρ2.1 : πείθω κπ. να ακολουθήσει τη θρησκεία, το δόγμα που πρεσβεύω: Προσπάθησαν να τον προσηλυτίσουν οι μάρτυρες του Iεχωβά. || (επέκτ.) προσελκύω κπ., τον πείθω να γίνει οπαδός ιδίως των ιδεολογικών, των φιλοσοφικών, των πολιτικών μου απόψεων: Προσηλυτίστηκε από τους ακροδεξιούς / τους εθνικιστές.

[λόγ. προσήλυτ(ος) -ίζω μτφρδ. αγγλ. proselytize < ελνστ. προσήλυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες