Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προσάραξη
1 item total
προσάραξη η [prosáraksi] Ο33 : (για πλοίο) το κάθισμα, η πρόσκρουση σε αβαθή βυθό ή σε υφάλους: H ~ του πλοίου οφείλεται σε εσφαλμένο χειρισμό του καπετάνιου.

[λόγ. < ελνστ. προσάραξις `χτύπημα πάνω σε κτ.΄ (-σις > -ση) κατά τη σημ. του προσαράζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go