Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προπάτορας
1 item total
προπάτορας ο [propátoras] Ο5 : α. ο πρώτος, ο ιδρυτής ενός γένους, μιας φυλής κτλ., ο γενάρχης. β. (πληθ.) β1. οι πρόγονοι: Yπερασπίστηκαν τη γη των προπατόρων τους. β2. (εκκλ.) οι πρωτόπλαστοι, ο Aδάμ και η Εύα.

[λόγ. < αρχ. προπάτωρ, αιτ. -ορα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go