Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προξενιά
1 εγγραφή
προξενιά η [proksená] Ο24 : το προξενιό.

[αρχ. προξενία `λειτούργημα προξένου΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες