Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προξενητής
1 εγγραφή
προξενητής ο [proksenitís] Ο7 θηλ. προξενήτρα [proksenítra] Ο25 & προξενήτρια [proksenítria] Ο27 : αυτός που μεσολαβεί, που φέρνει σε επαφή έναν άντρα και μια γυναίκα με στόχο να παντρευτούν: Έστειλαν την προξενήτρα στο σπίτι του κοριτσιού. || (επέκτ., προφ.) ο μεσολαβητής, ο μεσίτης.

[μσν. προξενητής < αρχ. προξενη- (προξενῶ) `είμαι πρόξενος κάποιου, χειρίζομαι υποθέσεις΄ -τής· ελνστ. προξενή(τρια) -τρα· λόγ. < ελνστ. προξενήτρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες