Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προνοώ
1 item total
προνοώ [pronoó] Ρ10.9α : σκέφτομαι, φροντίζω, μεριμνώ εκ των προτέρων για κτ.: Δεν προνόησε να πάρει μαζί του ένα αδιάβροχο. Ευτυχώς που προνόησα κι έκλεισα θέση εγκαίρως.

[λόγ. < αρχ. προνοῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go