Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προνοώ [pronoó] Ρ10.9α : σκέφτομαι, φροντίζω, μεριμνώ εκ των προτέρων για κτ.: Δεν προνόησε να πάρει μαζί του ένα αδιάβροχο. Ευτυχώς που προνόησα κι έκλεισα θέση εγκαίρως.
[λόγ. < αρχ. προνοῶ]



