Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκαταβολή
1 εγγραφή
προκαταβολή η [prokatavolí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προκαταβάλλω, η προπληρωμή: Ο ιδιοκτήτης τού ζήτησε την ~ δύο ενοικίων. 2. ποσό που πληρώνεται εκ των προτέρων και που συνήθ. αποτελεί τμήμα ενός συνολικά μεγαλύτερου ποσού: Πήρα μια ~ από το μισθό του επόμενου μήνα. Aγόρασα το αυτοκίνητο δίνοντας μια ~ και το υπόλοιπο θα το ξοφλήσω με δόσεις. || χρηματικό ποσό που δίνεται εκ των προτέρων ως εγγύηση· καπάρο, μπροστάντζα: Kαπάρωσα το σπίτι δίνοντας μια ~. || (νομ.) η εξόφληση μιας υποχρέωσης πριν να λήξει η προθεσμία της.

[λόγ. < ελνστ. προκαταβολή `εγγυητικό ποσό΄ κατά τη σημ. του προκαταβάλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες