Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προγραμματιστής
1 εγγραφή
προγραμματιστής ο [proγramatistís] Ο7 θηλ. προγραμματίστρια [proγramatístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται συστηματικά με την κατάρτιση προγραμμάτων. || (ηλεκτρον.) ο ειδικός στο σχεδιασμό προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

[λόγ. προγραμματισ- (προγραμματίζω) -τής μτφρδ. γαλλ. programmateur & αγγλ. programmer· λόγ. προγραμματισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες