Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβοκάτορας
1 εγγραφή
προβοκάτορας ο [provokátoras] Ο5 θηλ. προβοκατόρισσα [provokató risa] Ο27 : 1. άτομο που με εντολή τρίτων διεισδύει λαθραία σε μια ομάδα, σε έναν πολιτικό χώρο, σε μια συγκέντρωση, διαδήλωση ή άλλη εκδήλω ση, για να προκαλέσει σύγχυση, ταραχή και να υποκινήσει τους συμμετέχοντες να υιοθετήσουν απόψεις ακραίες ή να εκτραπούν σε ενέργειες βίαιες ή παράνομες με στόχο τη δυσφήμιση, την ενοχοποίησή τους ή την πρόκληση αντιποίνων εναντίον τους: Aποκαλύφθηκε η δράση προβοκατόρων σε κόμματα και οργανώσεις της Aριστεράς. H πρόκληση των επεισοδίων κατά την πορεία αποδόθηκε σε προβοκάτορες. 2. (γενικότ.) αυτός που σκόπιμα (με λόγια ή με συμπεριφορά) πιέζει, ερεθίζει κπ. για να προκαλέσει την αντίδρασή του: Στη συζήτηση έπαιξε ρόλο προβο κά τορα!

[λόγ. < ελνστ. προβοκάτωρ, αιτ. -ορα `μονομάχος που προκαλεί τον αντίπαλο΄ < λατ. provocator, σημδ. ιταλ. provocatore & γαλλ. provocateur (στη νέα σημ.) < λατ. provocator· προβοκάτορ(ας) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες