Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πριστήριο
1 item total
πριστήριο το [pristírio] Ο40 : (λόγ.) το πριονιστήριο: ~ ξυλείας.

[λόγ. < αρχ. πρισ- (πρίω) `πριονίζω΄ -τήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go