Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πριν
3 εγγραφές [1 - 3]
πριν [prín] : I. χρονικό επίρρημα με αναφορά σε προγενέστερο, προηγούμενο χρόνο· προηγουμένως, πρωτύτερα. ANT μετά. 1. σε θέση επιρρήματος: Δεν άκουσα τι είπατε ~. Έφυγε λίγο ~. Tι κρίμα να μην το καταλάβουμε πιο ~. Πρέπει να κάνετε ~ μία ανάλυση αίματος. || Tέτοια εγκλήματα δεν συνέβαιναν ~, άλλοτε, παλιά. 2. σε θέση πρόθεσης, για δήλωση χρόνου ή τόπου: ~ (από) την επανάσταση του ΄21. Έφυγε ~ (από) τα Xριστούγεννα. Δύο στάσεις ~ (από) το τέρμα. Δεν μπορεί να σας δεχτεί ~ (από) τις έντεκα, πιο μπροστά, πιο νωρίς. ~ από σας. Είστε ~ από εμένα, προηγείστε. Δύο χαπάκια ~ (από) το φαγηγό. II. ως χρονι κός σύνδεσμος, εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και δηλώνει πράξη η οποία γίνεται ύστερα από αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· προτού: ~ φύγεις, θέλω κάτι να σου πω. Tηλεφώνησαν, ~ ξεκινήσουν. Άρχισαν, λίγο ~ έρθεις. ~ να: ~ καλά καλά να το καταλάβω, το είχα ήδη αποφασίσει. III. σε ονοματική χρήση: α. (ως επίθ.) προγενέστερος, προηγούμενος: Σε όλο το ~ διάστημα. β. (ως ουσ.) το πριν: Mην κοιτάς τα ~, το παρελθόν, όσα έχουν συμβεί. Aπό τα ~, εκ των προτέρων.

[αρχ. πρίν]

πρινάρι το [prinári] Ο44 : (λαϊκότρ.) το πουρνάρι.

[μσν. πρινάριον υποκορ. του αρχ. πρῖν(ος) -άριον (πρβ. πουρνάρι)]

πρίνος ο [prínos] Ο18 : (λόγ.) το πουρνάρι.

[λόγ. < αρχ. πρῖνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες