Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πριγκίπισσα
1 εγγραφή
πρίγκιπας ο [príngipas] Ο5 θηλ. πριγκίπισσα [pringípisa] Ο27 & (λογοτ.) πριγκιπέσα [pringipésa] Ο25α : 1. τίτλος των παιδιών του βασιλιά, βασιλόπουλο, διάδοχος του θρόνου (αλλά και ευρύτερα για μέλη της βασιλικής οικογένειας): Ο νεαρός ~ στέφθηκε βασιλιάς μετά το θάνατο του πατέρα του. 2. ανώτερος τίτλος ευγενείας: Xρήσθηκε / αναγορεύτηκε ~. 3. ηγεμόνας, άρχοντας μικρού κράτους (ανεξάρτητου ή υποτελούς): ~ της Aντιοχείας / της Γαλιλαίας. 4. (μτφ.) α. για κπ. που ζει πλούσια, πολυτελή και άνετη ζωή: Zει σαν ~. Tη γυναίκα του την έχει σαν πριγκίπισσα. β. για πρόσωπο με αρχοντικούς τρόπους, με αρχοντική συμπεριφορά.

[μσν. πρίγκιπας < ελνστ. πρίγκιψ, αιτ. -ιπα < λατ. princeps, αιτ. -ipem `ο πρώτος στο αξίωμα, αυτοκράτορας΄ κατά τη σημ. του ιταλ. principe (< λατ. princeps)· μσν. πριγκίπισσα < πρίγκιπ(ας) -ισσα· -έσα: από επίδρ. του ιταλ. principessa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες