Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρηνής
1 εγγραφή
πρηνής -ής -ές [prinís] Ε10 : (λόγ.) που είναι πεσμένος με το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα: Οι στρατιώτες έπεσαν πρηνείς στο έδαφος.

[λόγ. < αρχ. πρηνής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες