Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πραος
1 item total
πράος -α -ο [práos] Ε4 : που τον χαρακτηρίζει ηπιότητα, ηρεμία και μειλιχιότητα: Είναι ~ και συγκρατημένος χαρακτήρας / άνθρωπος.

[λόγ. < αρχ. πρᾶος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go