Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πραιτοριανός
1 εγγραφή
πραιτοριανός ο [pretorianós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : 1. στρατιώτης της φρουράς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων: Tάγμα πραιτοριανών. 2. (μειωτ.) στρατιωτικός, ο οποίος στηρίζει δικτάτορα: Οι πραιτοριανοί της απριλιανής δικτατορίας. || (επέκτ., πληθ.) κύκλος ατόμων, που στηρίζουν (συχνά με τη βία) έναν ηγέτη ή μια ηγετική ομάδα: Οι δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες δε χρειάζονται πραιτοριανούς.

[λόγ.: 1: εν. < ελνστ. πληθ. πραιτωριανοί `στρατιώτες της φρουράς του πραίτορα΄ < λατ. praetoriani (ορθογρ. απλοπ.)· 2: σημδ. γαλλ. prétoriens < λατ. praetoriani]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες