Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πραγματιστής
1 εγγραφή
πραγματιστής ο [praγmatistís] Ο7 θηλ. πραγματίστρια [praγmatístria] Ο27 : 1. αυτός που (από αντίληψη και πεποίθηση) ενεργεί και συμπεριφέρεται με βάση τα πράγματα, την πραγματικότητα και όχι τη θεωρία ή το συναίσθημα: Είναι ~, πατάει γερά στη γη και δεν πετάει στα σύννεφα. 2. ο οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας του πραγματισμού.

[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ιστής μτφρδ. γαλλ. réaliste· λόγ. πραγματισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες