Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολεοδόμος
1 εγγραφή
πολεοδόμος ο [poleoδómos] Ο18 θηλ. πολεοδόμος [poleoδómos] Ο35 : ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την πολεοδομία: Aρχιτέκτονας / μηχανικός ~.

[λόγ. πολε- (σφαλερά με βάση τη γεν. πόλεως αντί πολιο-) -ο- + -δόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες