Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολεμώ
1 εγγραφή
πολεμώ [polemó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. διεξάγω ή συμμετέχω σε πόλεμο εναντίον κάποιου, συγκρούομαι ενόπλως με κπ.: H Ελλάδα πολέμησε εναντίον της Iταλίας και της Γερμανίας. Σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία τον ξένο επιδρομέα. Οι λαοί πολεμούν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους. Οι υπερασπιστές του οχυρού πολέμησαν σαν λιοντάρια. 2. (μτφ.) α. αντιδρώ, εναντιώνομαι έντονα σε κπ. ή σε κτ., διεξάγω αγώνα, μάχομαι, συγκρούομαι με κπ. ή με κτ.: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον πολέμησαν σκληρά. Πρέπει να πολεμήσουμε τις αναχρονιστικές αντιλήψεις / το οργανωμένο έγκλημα / τους εμπόρους ναρκωτικών. Πολέμησε το φασισμό / τον κομμουνισμό. β. καταβάλλω μεγάλες, έντονες προσπάθειες, αγωνίζομαι να πετύχω κτ., πασχίζω, μοχθώ για κτ.: Πολεμούσε ώρες να διορθώσει τη μηχανή. Πολεμάει (για) να επιβιώσει κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πρέπει να πολεμάς για τις ιδέες και τα ιδανικά σου. γ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κτ.: Tι πολεμάς εκεί πέρα;

[1, 2α: αρχ. πολεμῶ· 2β, γ: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες