Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολέμιος
1 item total
πολέμιος ο [polémios] Ο20α θηλ. πολέμια [polémia] Ο28 : (λόγ.) εχθρός, αντίπαλος: ~ του χριστιανισμού / της ειδωλολατρίας / της δημοτικής / της καθαρεύουσας / του κομμουνισμού / του φασισμού. Ο Mαρξ, ως υλιστής, υπήρξε σφοδρός ~ του ιδεαλισμού.

[λόγ. < αρχ. πολέμιος· λόγ. < αρχ. πολεμία με μετακ. του τόνου για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go