Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ποίμνη
1 item total
ποίμνη η [pímni] Ο30 : 1. (λόγ.) κοπάδι, ιδίως προβάτων. 2. (εκκλ.) το σύνολο, το πλήθος των πιστών, το ποίμνιο.

[λόγ.: 1: αρχ. ποίμνη· 2: μσν. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go