Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ποίμνη η [pímni] Ο30 : 1. (λόγ.) κοπάδι, ιδίως προβάτων. 2. (εκκλ.) το σύνολο, το πλήθος των πιστών, το ποίμνιο.
[λόγ.: 1: αρχ. ποίμνη· 2: μσν. σημ.]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ.: 1: αρχ. ποίμνη· 2: μσν. σημ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |