Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 14 εγγραφές [11 - 14] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πνευματόλυση η [pnevmatólisi] Ο33 : (ορυκτ.) ο σχηματισμός ορυκτών με την αλληλεπίδραση αερίων και ατμών.
[λόγ. < αγγλ. pneumatolysis < pneumato- = πνευματο- + αρχ. λύ(σις) -ση]
- πνευματουρία η [pnevmaturía] Ο25 : (ιατρ.) ο σχηματισμός αερίων στην ουροδόχο κύστη και η αποβολή τους κατά την ούρηση.
[λόγ. < αγγλ. pneumaturia < pneumat(o)- = πνευματ(ο)- + -uria = -ουρία]
- πνευματώδης -ης -ες [pnevmatóδis] Ε11 : που τον χαρακτηρίζει η ευφυΐα, η ευστροφία, η οξύνοια: ~ άνθρωπος / ομιλητής / συγγραφέας. ~ διήγηση / διάλογος / συζήτηση.
[λόγ. < αρχ. πνευματώδης `σαν πνοή΄ σημδ. γαλλ. spirituel]
- πνευμάτωση η [pnevmátosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική συνήθ. κατάσταση, που συνίσταται στο σχηματισμό (μεγάλης) ποσότητας αερίων σε κοιλότητες ή σε ιστούς του σώματος: Kυστοειδής ~.
[λόγ. < νλατ. pneumatosis < ελνστ. πνευμάτω(σις) -ση `φούσκωμα΄ (αρχ. σημ.: `εξάτμιση΄)]



