Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλύντρια
1 εγγραφή
πλύντης ο [plíndis] Ο10 θηλ. πλύντρια [plíndria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το πλύσιμο, που εργάζεται σε πλυντήριο: Zητείται ~ αυτοκινήτων.

[λόγ. < ελνστ. πλύντης `που πλένει ρούχα΄· λόγ. < ελνστ. πλύντρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες