Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληθώρα
1 εγγραφή
πληθώρα η [pliθóra] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (μεγάλη) ποσότητα, (μεγάλος) αριθμός από ομοειδή πράγματα, πλήθος, αφθονία. ANT έλλειψη: ~ προϊόντων / αγαθών / ατυχημάτων / περιπτώσεων. ~ διαφορετικών εναλλακτικών λύσεων.

[λόγ. < ελνστ. πληθώρα, αρχ. σημ.: `πληρότητα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες