Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πλειάδα
1 item total
πλειάδα η [pliáδa] Ο26 : αριθμός, πλήθος, ομάδα προσώπων, που απαρτίζεται κατά κανόνα από εκλεκτά μέλη: ~ επιστημόνων / λογοτεχνών / ηθοποιών.

[λόγ. < αρχ. Πλειάς, αιτ. -άδα `Πούλια΄, ελνστ.: χαρακτηρισμός ομάδας επτά Aλεξανδρινών ποιητών, σημδ. γαλλ. pléiade < ελνστ. Πλειάς (με βάση ανάλογο χαρακτηρισμό ομάδας επτά Γάλλων ποιητών της Aναγέννησης)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go