Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πλαστογραφία
1 item total
πλαστογραφία η [plastoγrafía] Ο25 : 1. η δόλια απομίμηση της γραφής ή και της υπογραφής κάποιου με σκοπό το κέρδος, το όφελος: Εισέπραξε τα χρήματα της επιταγής κάνοντας ~. 2. (νομ.) η κατασκευή πλαστού κειμένου, εγγράφου είτε εξ ολοκλήρου είτε με αλλοίωση του γνήσιου: Kατηγορήθηκε / καταδικάστηκε για ~. 3. η πλαστογράφηση.

[λόγ. < ελνστ. πλαστογραφία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go