Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλαστικός
1 εγγραφή
πλαστικός -ή -ό [plastikós] Ε1 : που μπορεί να διαμορφώνει ή να διαμορφώνεται, που είναι κατάλληλος για πλάσιμο, για διαμόρφωση, εύπλαστος. I1. Πλαστική ύλη, συνθετική μαλακή ύλη, που με κατάλληλη επεξεργασία (πίεση, θέρμανση, ψύξη κτλ.) παίρνει διάφορες μορφές και σχήματα: Πλαστικό μπουκάλι / πιάτο / δάπεδο. Πλαστική σακούλα / λεκάνη / σημαία. ~ σωλήνας. Πλαστικά λουλούδια. Πλαστικές πρώτες ύλες. || (ως ουσ.) το πλαστικό: Kομμάτια / σωλήνες / εξαρτήματα / παιχνί δια / σκεύη / καλύμματα από πλαστικό. Bιομηχανία πλαστικών. Ο αιώνας μας μπορεί να χαρακτηριστεί ως εποχή του πλαστικού. || Πλαστικό χρή μα*. || Πλαστική εκρηκτική ύλη, εκρηκτικό μείγμα με εύπλαστη μορφή. || Πλαστικό χρώμα και ως ουσ. το πλαστικό, είδος συνθετικής μπογιάς για βαφή: Οι τοίχοι θα βαφούν (με) πλαστικό και οι πόρτες (με) λαδομπογιά. 2. (μτφ.) α. ψεύτικος, άψυχος, χωρίς ζωντάνια: Πλαστικές ιδέες. β. μειωτικός χαρακτηρισμός για φαγητά που είναι τυποποιημένα, παρασκευασμένα για μαζική κατανάλωση. || (επέκτ.) άγευστος, άνοστος: Πλαστικά φαγητά. II1α. Πλαστικές τέχνες, τέχνες που παράγουν καλλιτεχνι κά έργα από μαλακό, εύπλαστο, αλλά και από σκληρό υλικό, αποδίδοντας ολόγλυφες μορφές ανθρώπων ή πραγμάτων. || (ως ουσ.) η πλαστική. β. που έχει αρμονική (σωματική) διάπλαση: Πλαστικό σώμα. Πλαστικές αναλογίες. 2. Πλαστική χειρουργική και ως ουσ. η πλαστική, χειρουργική που αποκαθιστά αλλοιωμένους ιστούς ή ελαττωματικά όργανα του σώματος για λειτουργικούς ή αισθητικούς λόγους. ~ χειρουργός και ως ουσ. ο πλαστικός, γιατρός ειδικευμένος στην πλαστική χειρουργική. πλαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: II1α: αρχ. πλαστικός· II1β: σημδ. γαλλ. plastique < λατ. plasticus < αρχ. πλαστικός· II2: σημδ. αγγλ. plastic, -plasty < γαλλ. plastie < αρχ. -πλαστ(ος) (π.χ. εὔπλαστος) -ie = -ία· I: σημδ. αγγλ. plastic < αρχ. πλαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες