Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πλανόδιος -α -ο [planóδios] Ε6 : (για διάφορα επαγγέλματα) που περιφέρεται στους δρόμους, χωρίς μόνιμη εγκατάσταση: ~ μικροπωλητής / φωτογράφος / ψαράς / μανάβης / θίασος. || (ως ουσ.) ο πλανόδιος.
πλανοδίως ΕΠIΡΡ: Επαγγέλματα που ασκούνται ~. [λόγ. < αρχ. πλανόδιος· λόγ. πλανόδι(ος) -ως]



