Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πλανητικός
1 item total
πλανητικός -ή -ό [planitikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ανήκει στους πλανήτες: Πλανητικό σύστημα, το σύνολο των πλανητών που κινούνται γύρο από τον Ήλιο ή από έναν αστέρα. Πλανητικό νεφέλωμα. Πλανητικές αποστάσεις / θερμοκρασίες.

[λόγ. < ελνστ. πλανητικός `που αναφέρε ται σε πλανήτη΄ & σημδ. γαλλ. planétaire (< λατ. planeta < αρχ. πλανήτης)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go