Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλήγμα
1 εγγραφή
πλήγμα το [plíγma] Ο48 : 1. ισχυρό και βίαιο χτύπημα: Tο θύμα δέχτηκε αλλεπάλληλα πλήγματα με μαχαίρι. Tο πυροβολικό κατάφερε ισχυρά πλήγματα στον αντίπαλο. 2. (μτφ.) γεγονός που προκαλεί: α. ψυχικό πό νο, συμφορά, στενοχώρια, δυστυχία: Ο θάνατος της γυναίκας του ήταν μεγάλο ~ γι΄ αυτόν. β. υλική, ηθική κτλ. βλάβη, ζημιά: H αύξηση της τιμής του δολαρίου αποτελεί ~ για την οικονομία μας. H απώλεια του βασικού παίκτη της ήταν ~ για την ομάδα. Θανάσιμο ~, που επιφέρει το θάνατο, την πλήρη καταστροφή.

[λόγ. < αρχ. πλῆγμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες