Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιτσαρία
1 εγγραφή
πιτσαρία η [pitsaría] Ο25 : κατάστημα που παρασκευάζει και προσφέρει κυρίως πίτσα.

[πίτσ(α) -αρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες