Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πευκοβελόνα
1 εγγραφή
πευκοβελόνα η [pefkovelóna] Ο25 : το βελονοειδές φύλλο του πεύκου.

[πεύκ(ο) -ο- + βελόνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες