Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεταλούδα
1 εγγραφή
πεταλούδα η [petalúδa] Ο26 : 1. έντομο λεπιδόπτερο, με χαρακτηριστικά πλατιά πολύχρωμα φτερά και μακριές κεραίες: Πεταλούδες πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι. Kυνηγάει πεταλούδες. Kάνει συλλογή από πεταλούδες. (έκφρ.) ~ της νύχτας, για γυναίκα ελαφρών ηθών. 2α. είδος περικοχλίου με πτερύγια. β. είδος γρήγορης τεχνικής κολύμβησης, κατά την οποία τα χέρια φέρονται συγχρόνως μπροστά, μπαίνουν ξανά στο νερό στο ύψος των ώμων και κατόπιν σπρώχνονται πίσω, κάτω από το νερό. πεταλουδίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. || Σαν ~, για μικρό κορίτσι ζωηρό και χαριτωμένο.

[ίσως πέταλ(ο) -ούδα ή < ελνστ. πετηλίς, αιτ. -ίδα `ακρίδα΄(;)· πεταλούδ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες