Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περιφρόνηση
1 item total
περιφρόνηση η [perifrónisi] Ο33 : έλλειψη σεβασμού ή εκτίμησης προς κπ. ή προς κτ.: Συναίσθημα περιφρόνησης. Έδειξε ~. Εξέφρασε την περιφρόνησή του.

[λόγ. < ελνστ. περιφρόνη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go