Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιφρονῶ
1 εγγραφή
περιφρονώ [perifronó] -ούμαι Ρ10.9 : θεωρώ ότι δεν αξίζει να έχω και να δείχνω εκτίμηση ή σεβασμό σε κπ. ή σε κτ.: ~ ένα πρόσωπο, θεωρώ ότι είναι γενικά κατώτερό μου και δείχνω πλήρη αδιαφορία ή παντελή έλλει ψη εκτίμησης ή σεβασμού: Ό,τι κι αν σου πει, μην απαντάς· περιφρόνησέ τον. ~ το χρήμα / τα πλούτη / τα αξιώματα, θεωρώ ότι δεν έχουν αξία, ότι δεν αξίζει να ενδιαφέρομαι γι΄ αυτά. || ~ κτ. κακό που με απειλεί κτλ., το αντιμετωπίζω με απόλυτη αδιαφορία, το αψηφώ: Περιφρονούν τον κίνδυνο. Περιφρονούν το θάνατο.

[λόγ. < αρχ. περιφρονῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες