Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιττός
2 εγγραφές [1 - 2]
περιττός -ή -ό [peritós] Ε1 : 1α. (για ενέργεια κτλ.) που πλεονάζει, που υπάρχει ή γίνεται πάνω από το αναγκαίο, χρήσιμο ή ωφέλιμο: Περιττά λόγια. Περιττές διευκρινίσεις / συμβουλές. Περιττή προσπάθεια. β. (για πργ.) που δε χρησιμεύει σε κτ.· άχρηστος: Πέταξα όλα τα περιττά (πράγματα). (έκφρ.) είναι περιττό να…, δεν έχει νόημα, σκοπό, χρησιμότητα κτλ.: Δε νομίζω ότι είναι περιττό να προσπαθήσεις. 2. (μαθημ.) ~ αριθμός, ακέραιος αριθμός που όταν διαιρεθεί με το δύο αφήνει υπόλοιπο τη μονάδα· μονός. ANT άρτιος, ζυγός: Tο άθροισμα δύο περιττών αριθμών είναι πάντοτε άρτιο.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) περιττός]

περιττοσύλλαβος -η -ο [peritosílavos] Ε5 : (γραμμ.) χαρακτηρισμός ονομάτων της αρχαίας ελληνικής τα οποία στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και στον πληθυντικό έχουν μία συλλαβή παραπάνω από την ονομαστική. ANT ισοσύλλαβος. || (ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα.

[λόγ. < ελνστ. περισσοσύλλαβος κατά το περιττός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες