Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιστασιακή
5 εγγραφές [1 - 5]
ανεργία η [anerjía] Ο25α : η ακούσια αποχή από την εργασία, η έλλειψη απασχόλησης, θέσεων εργασίας: Εποχιακή / περιστασιακή / προσωρινή ~. H κυβέρνηση πήρε μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας. Mερική ~, που εμφανίζεται σε μερικά μόνο επαγγέλματα. Γενική ~, για όλα ή τα περισσότερα επαγγέλματα. Tαμείο / επίδομα ανεργίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεργία `έλλειψη δραστηριότητας΄ σημδ. γερμ. Arbeitslosigkeit]

εισαγωγικά τα [isaγojiká] Ο38 : 1. τα σημεία στίξης (« » ή “ ”), μέσα στα οποία αυτός που γράφει κλείνει: α. τα λόγια τρίτου προσώπου, τα οποία μεταφέρει στο κείμενό του όπως ακριβώς ειπώθηκαν, π.χ.: «Kάνε ό,τι θες», μου αποκρίθηκε αδιάφορα. «Ύστερα», συμπλήρωσε αυτός, «θα φύγει». β. τίτλους βιβλίων, εφημερίδων, κτλ. καθώς και επιγραφές καταστημάτων, ονόματα πλοίων κτλ., π.χ. Ο πρώτος τόμος του «Πόλεμος και Ειρήνη». Tαξίδεψαν με την «Aργώ». γ. λέξεις ή φράσεις που θέλει να τις ξεχωρίσει, γιατί δεν ανήκουν στη γλώσσα ή στο ύφος του κειμένου, ή γιατί λέγονται με κάποια περιστασιακή σημασία, π.χ.: Έλεγε τα ζώα “ζα”. 2. (έκφρ.) με / σε / χωρίς ~, όταν ο ομιλητής θέλει να επισημάνει ή να διακρίνει την κυριολεκτική ή συνήθη χρήση μιας λέξης από την περιστασιακή, ειρωνική κτλ.: H ελευθερία μας, με ή χωρίς ~, όπως και να την εννοήσουμε, είτε ως κτ. το πραγματικό και ουσιαστικό, είτε ως κτ. το ψευδές και απατηλό.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. εισαγωγικός]

μ- [m] : (προφ.) πριν από το αρχικό φωνήεν της λέξης που προηγείται ή στη θέση του αρχικού συμφώνου ή των αρχικών συμφώνων· σε περιστασιακή σύνθεση και συνήθ. σε πρόταση που εμπεριέχει άρνηση, για να δηλώσει κατηγορηματικά ο ομιλητής την απόλυτη διαφωνία και αποδοκιμασία του στα λόγια, στην πρόταση ή στην απαίτηση του συνομιλητή του π.χ.: Kομμένα τα έξω μέξω, δεν πρόκειται να ξαναβγείς έξω. Έχω βαρεθεί να βλέπω κάθε τόσο τα σόγια και τα μόγια. Ξανά μανά.

[τουρκ. πρόθημα αναδιπλ. m-, πριν από το αρχικό φωνήεν της λέξης που προηγείται ή στη θέση του αρχικού συμφώνου της, στη σημ.: `και τα παρόμοια΄, π.χ. τουρκ. ağaç mağaç `δέντρα ξε-δέντρα΄, partiler martiler `κόμματα ξε-κόμματα΄, χικ μικ < τουρκ. hιk mιk (σύγκρ. ξε-IV)]

ξε- [kse] & ξέ- [ksé], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & ξ- [ks], συνήθ. πριν από [a] αλλά και πριν από τα υπόλοιπα φωνήεντα : πρόθημα· συνήθ.: I. σε ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει: 1. την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ξεβολεύω, ξεδιψώ, ξεζαλίζω, ξεκλειδώνω, ξεκουρντίζω, ξεσφίγγω, ξεστρώνω, ξεφουσκώνω· ξεβόλεμα, ξεκλείδωμα· ξεκλείδωτος, ξεκούραστος. 2. το τέλος της κατάστασης ή της ενέργειας που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. απο-3): ξεϊδρώνω, ξεμεθώ, ξεμουδιάζω, ξενυστάζω· ξεμούδιασμα. || (λαϊκότρ.) ξαλέθω, ξελειτουργώ. || σε ρήμα παράγωγο από ουσιαστικό που δηλώνει χρόνο, χρονική περίοδο: ξεκαλοκαιριάζω, ξενυχτάω, ξεχειμωνιάζω, περνώ, διανύω ως το τέλος το ανάλογο κάθε φορά χρονικό διάστημα. || (στο γ' πρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει, ξεχειμωνιάζει, για την αρχή του τέλους της ανάλογης χρονικής περιόδου. 3. την αφαίρεση του αντικειμένου που υποδηλώνεται με την πρωτότυπη λέξη· (πρβ. απο-): ξαραχνιάζω, ξαρμυρίζω, ξαφρίζω, ξεκαλτσώνω, ξεφλουδίζω· ξεφλουδισμένος· ξαράχνιασμα, ξαρμύρισμα, ξεφλούδισμα. II. με τη σημασία του έξω, προς τα έξω: ξεμπρατσώνω, ξεπορτίζω, ξεσπιτώνω· ξεχειλίζω· (πρβ. εκχειλίζωξεπόρτισμα, ξεσπίτωμα· ξεμπράτσωτος, ξέστηθος, ξέχειλος. III1. με επιτατική λειτουργία, με την έννοια του τελείως, πολύ, εντελώς: ξεγυμνώνω, ξεθαρρεύω, ξεκουφαίνω, ξετρελαίνω· ξεγύμνωμα· ξεδιάντροπος. 2. με υποκοριστική λειτουργία, με τη σημασία του σιγά σιγά, λίγο λίγο ή κρυφά: ξεμακραίνω, ξεγλιστρώ, ξεκλέβω. IV. (προφ.) σε περιστασιακή παραγωγή, σε στερεότυπες φράσεις ή εκφράσεις που εκφράζουν έντονη αντίρρηση, απόρριψη, αδιαφορία κτλ. προς όσα λέει ο συνομιλητής μας: Λέει και ξελέει, άλλα λέει τη μια φορά και άλλα την άλλη. Είπα ξείπα, αναιρώ αυτά που είπα προηγουμένως. Δεν έχει μα και ξεμά. Kρύο ξεκρύο θα πας. Kαλός ξεκαλός δεν ξέρω· εγώ πάντως δεν του έχω εμπιστοσύνη.

[μσν. πρόθημα εξε- < εξ- από την “εσωτερική αύξηση” του πρτ. και του αορ. ρ. που άρχιζαν με εκ- (εξ-): αρχ. ἐκ-φεύγω - ἐξ-έφευγον, ἐξ-έφυγον, ἐκ-κινῶ - ἐξ-εκίνουν, ἐξ-εκίνησα με απόσπαση του -ε- αναλ. προς το σχ.: φεύγω - ἔ-φευγον, κινώ - ἐ-κίνησα, επέκτ. σε ρ. χωρίς το εκ- και αποβ. του αρχικού άτ. φων.: μσν. εξε-στρώνω > ξε-στρώνω, εξε-γυμνώνω > ξε-γυμνώνω, εξε-καθαρίζω > ξε-καθαρίζω, εξέ-χωρα > ξέχωρα (με επίδρ. του έξω) (μσν. διαφοροποίηση της σημ.: επιτατικό: εξ-αποστέλλω `ξαποστέλνω΄, στερ.: εξ-αφρίζω `ξαφρίζω΄· η σημ. IV: < ξε-I με βάση αντιθετικά ζευγάρια ρημάτων, π.χ. κλειδώνω - ξε-κλειδώνω)· μσν. ξ- < εξ- με αποβ. του αρχικού άτ. φων.: ξ-αγοράζω < εξ-αγοράζω]

περιστασιακός -ή -ό [peristasiakós] Ε1 : ευκαιριακός, συγκυριακός· που αφορά ορισμένη περίσταση ή συγκυρία: Περιστασιακή αντιμετώπιση. Περιστασιακές λύσεις. || που οφείλεται σε ορισμένες περιστάσεις, συγκυρίες και διαρκεί όσο αυτές: Εφήμερες, περιστασιακές φιλίες. περιστασιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. περίστασ(ις) -ιακός μτφρδ. γαλλ. circonstanciel (πρβ. ελνστ. περιστατικός, ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες