Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιπλανώμαι
1 εγγραφή
περιπλανιέμαι [periplanéme] Ρ10.1β & (λόγ.) περιπλανώμαι [peripla nó me] Ρ11 : α. περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς να ακολουθώ συγκεκριμένη ή προδιαγεγραμμένη πορεία, είτε γιατί δεν έχω ορισμένο σκοπό, είτε γιατί δε γνωρίζω το δρόμο: Περιπλανήθηκα στους άγνωστους δρόμους. (έκφρ.) περιπλανώμενος Iουδαίος, ήρωας διάφορων χριστιανικών θρύλων, κατα δικασμένος σε διαρκή περιπλάνηση, φτώχεια και αθανασία και μτφ., για κπ. που υφίσταται διαρκείς και ατέλειωτες ταλαιπωρίες. β. (μτφ.) περιπλανιέμαι σε νοητό χώρο.

[λόγ. < αρχ. περιπλανῶμαι και μεταπλ. -ιέμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες