Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περιθάλπω
1 item total
περιθάλπω [periθálpo] -ομαι Ρ αόρ. περιέθαλψα, απαρέμφ. περιθάλψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) προσφέρω προστασία και φροντίδα σε πρόσωπο που βρίσκεται σε μεγάλη δυστυχία και αδυνατεί να την αντιμε τωπίσει μόνο του: ~ ένα φτωχό / ένα γέρο. ~ πρόσφυγα / πολιτικό φυγά δα. Περιέθαλψαν τους τραυματίες.

[λόγ. < ελνστ. περιθάλπω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go