Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιήλιο το [periílio] Ο40 : (αστρον.) το σημείο της τροχιάς ενός πλανήτη ή άλλου ουράνιου σώματος του ηλιακού μας συστήματος το οποίο έχει τη μικρότερη απόσταση από τον ήλιο. ANT αφήλιο.
[λόγ. < νλατ. peri helium < peri- = περι- + αρχ. ἥλι(ος) -um = -ον]