Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίτρανος
1 εγγραφή
περίτρανος -η -ο [perítranos] Ε5 : που είναι ολοφάνερος, καταφανέστατος, αδιαμφισβήτητος: Περίτρανη απόδειξη. Περίτρανη νίκη. Περίτρανο κατόρθωμα. Aλήθειες τρανές, περίτρανες. περίτρανα ΕΠIΡΡ: Έχει ~ αποδειχτεί.

[λόγ. < ελνστ. περίτρανος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες