Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- περίτρανος -η -ο [perítranos] Ε5 : που είναι ολοφάνερος, καταφανέστατος, αδιαμφισβήτητος: Περίτρανη απόδειξη. Περίτρανη νίκη. Περίτρανο κατόρθωμα. Aλήθειες τρανές, περίτρανες.
περίτρανα ΕΠIΡΡ: Έχει ~ αποδειχτεί. [λόγ. < ελνστ. περίτρανος]



