Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περίτεχνος
1 item total
περίτεχνος -η -ο [perítexnos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος, φτιαγμένος με πάρα πολλή τέχνη (επιδεξιότητα και καλλιτεχνική ευαισθησία)· αριστοτεχνικός: Περίτεχνο κόσμημα. Περίτεχνη διακόσμηση. περίτεχνα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. περι- τέχν(η) -ος κατά το έντεχνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go