Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντάρα
1 εγγραφή
πεντάρα η [pendára] Ο25α : 1. (παρωχ.) νόμισμα αξίας πέντε λεπτών: Στον κουμπαρά βρήκε μόνο πεντάρες και δεκάρες. ΦΡ για μια ~, για κτ. που πουλάω ή αγοράζω πολύ φτηνά. δεν αξίζει ούτε μία ~, δεν έχει καμία αξία. της πεντάρας, για κτ. που δεν είναι καλής ποιότητας: Έπιπλα / ρούχα της πεντάρας. δε δίνω ~, αδιαφορώ: Tον φοβερίζουν αλλά αυτός ~ δε δίνει. δεν έχω / δε μου έμεινε ~ τσακιστή*. 2. (προφ.) ποινή πέντε ημερών. α. φυλάκιση πέντε ημερών στο στρατό: Έφαγε μια ~. β. αποβο λή μαθητή από το σχολείο για πέντε μέρες. 3. (πληθ.) στο τάβλι και σε άλ λα τυχερά παιχνίδια, όταν και τα δύο ζάρια που ρίχνει ο παίκτης δείχνουν τον αριθμό πέντε.

[πέντ(ε) -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες