Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελταστής
1 εγγραφή
πελταστής ο [peltastís] Ο7 : (ιστ.) στην ελληνική αρχαιότητα, στρατιώτης, από τους ελαφρά οπλισμένους, που κρατούσε μικρή ασπίδα.

[λόγ. < αρχ. πελταστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες